αντισημίτης

αντισημίτης
ο
ο οπαδός του αντισημιτισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι -* + Σημίτης «αυτός που ανήκει στη φυλή του Σημ*, που κατάγεται από τον Σημ, όπως οι Εβραίοι». Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον φιλόλογο Διονύσιο Θερειανό (πρβλ. αγγλ. antisemite
γαλλ. antisemite)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντισημίτης — ο θηλ. ίτισσα εχθρός των Σημιτών, των Εβραίων: Σε μερικές χώρες υπάρχουν και σήμερα αντισημίτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… …   Dictionary of Greek

  • Ες, Ρούντολφ — (Rudolph Hess, Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1894 – φυλακές Σπαντάου, Βερολίνο 1987). Γερμανός πολιτικός. Το 1920 έγινε μέλος του ναζιστικού κόμματος. Ήταν φανατικός αντισημίτης και κατέκτησε την εμπιστοσύνη του Χίτλερ με μια πραγματεία του με τίτλο Πώς… …   Dictionary of Greek

  • Στζαμπό, Ντετζό — (Szabo). Ούγγρος διηγηματογράφος και δημοσιογράφος (Κολοτζβάρ, σήμερα Κλούι 1879 Βουδαπέστη 1945). Βραβεύτηκε από το πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης στην ουγγρική και γαλλική φιλοσοφία και στη συνέχεια αποφάσισε να ασχοληθεί με τη διδασκαλία.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”